αντονομασία

αντονομασία
η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντονομασία — ἀντονομασίᾱ , ἀντονομασία use of an epithet fem nom/voc/acc dual ἀντονομασίᾱ , ἀντονομασία use of an epithet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντονομασίας — ἀντονομασίᾱς , ἀντονομασία use of an epithet fem acc pl ἀντονομασίᾱς , ἀντονομασία use of an epithet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντονομασίαι — ἀντονομασίᾱͅ , ἀντονομασία use of an epithet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντονομασίαν — ἀντονομασίᾱν , ἀντονομασία use of an epithet fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντονομασίαις — ἀντονομασία use of an epithet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Антономасия — Антономасия, антономазия (от др. греч. ἀντονομασία  переименование)  троп, выражающийся в замене названия или имени указанием какой нибудь существенной особенности предмета или отношения его к чему либо. Латинское по происхождению… …   Википедия

  • Прономинация — Антономасия, антономазия (от др. греч. ἀντονομασία  переименование)  троп, выражающийся в замене названия или имени указанием какой нибудь существенной особенности предмета или отношения его к чему либо. Латинское по происхождению название для… …   Википедия

  • антономасия — АНТОНОМАСИ´Я (греч. ἀντονομασία переименование) вид метонимии, поэтический троп, заключающийся: 1) в замене имени известного лица названием предмета, к нему относящегося, например: ...Или это сказка Тупой бессмысленной толпы и не был Убийцею… …   Поэтический словарь

  • antonomasia — (Del gr. antonomasia.) ► sustantivo femenino 1 RETÓRICA Sustitución del nombre común por el propio, o viceversa, como por ejemplo: ■ sus crueles acciones demuestran que es un Nerón. FRASEOLOGÍA ► locución adverbial por antonomasia Expresión que… …   Enciclopedia Universal

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”